οσφράδιο

οσφράδιο
το (Μ ὀσφράδιον) [όσφρα]
κάθε ουσία που επενεργεί δραστικά στο νευρικό σύστημα και διεγείρει με την έντονη οσμή της, όπως ο αιθέρας, η αμμωνία κ.ά.
νεοελλ.
ζωολ. μικρό χημειοαισθητήριο όργανο τού μανδύα τών υδρόβιων μαλακίων το οποίο ελέγχει το εισερχόμενο στον οργανισμό τού ζώου υδάτινο ρεύμα και τον χημισμό τού νερού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οσφραντήριος — ὀσφραντήριος, ία, ον (ΑΜ) 1. αυτός με τον οποίο οσφραίνεται κάποιος, αυτός που συντελεί στην όσφρηση, οσφρητικός («μυκτῆρες ὀσφραντήριοι», Αριστοφ.) 2. αυτός που μπορεί να οσφραίνεται 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀσφραντήριον (ενν. φάρμακον) ισχυρή οσμή …   Dictionary of Greek

  • οσφραντικός — ή, ό (ΑΜ ὀσφραντικός, ή, όν) [οσφραντός] (ο σχετικός με την όσφρηση, οσφρητικός α. «οσφραντικό νεύρο» β. «τὸ ὀσφραντικὸν αἰσθητήριον», Αριστοτ.) αρχ. 1. αυτός που έχει οξεία όσφρηση, που είναι ευαίσθητος σε οσμές 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀσφραντικόν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”